- χαλκογράφημα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του χαλκογραφώ, το απεικόνισμα που τυπώθηκε πάνω στο χαρτί με τη χαλκογραφία, η χαλκογραφία, η γκραβούρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλκογράφημα — το, Ν (καλ. τεχν.) το έργο που φιλοτεχνείται με τη μέθοδο τής χαλκογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
χαλκογραφία — Ο όρος χ., που ετυμολογικά έπρεπε να σημαίνει μόνο χαρακτική σε χαλκό, απέκτησε από καιρό ευρύτερο νόημα, περιλαμβάνοντας κάθε κοίλη χαρακτική σε οποιοδήποτε μέταλλο, με ποικίλες τεχνικές μεθόδους (ακουαφόρτε, ακουατίντα, καλέμι, μαλακό κερί,… … Dictionary of Greek
χαλκογραφία — η 1. η τέχνη του χαλκογράφου. 2. χαλκογράφημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)